- βολιδοσκόπηση
- [волидоскописи] ουσ. Θ. зондирование, разведывание.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
βολιδοσκόπηση — η 1. η μέτρηση του βάθους της θάλασσας με βολίδα. 2. η προσπάθεια να καταλάβουμε τις επιθυμίες και τις διαθέσεις κάποιου: Η βολιδοσκόπηση των καλεσμένων στο γεύμα με βοήθησε στην επιλογή του μενού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βολιδοσκόπηση — η 1. η εξέταση του βυθού της θάλασσας με βολίδα 2. η προσπάθεια να διαγνώσει κανείς με τρόπο τις σκέψεις κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολιδοσκοπώ. Η λ., στον λόγιο τ., βολιδοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Νικ.… … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
ξαγόρεμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαγορεύω, η εξομολόγηση. 2. βολιδοσκόπηση. 3. συμβουλή, νουθεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)